- δροσό
- και δροσιό, το (Μ δροσό)1. δροσιά2. σκιερός, δροσερός τόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δροσός — δροσός, ο και δροσό, το 1. σκιερός τόπος: Ψάχναμε για ώρα δροσό. 2. δροσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δροσοσταλάζω — (για πηγή) 1. σταλάζω λίγο λίγο, σαν σταγόνες δροσιάς 2. σταλάζω δρόσο … Dictionary of Greek
δροσός — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… … Dictionary of Greek
κροκοείμων — κροκοείμων, όειμον (Α) ο ντυμένος με ένδυμα βαμμένο με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. δροσο είμων, πτερο είμων] … Dictionary of Greek
κρυμοπαγής — κρυμοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. γυιο παγής, δροσο παγής] … Dictionary of Greek
μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… … Dictionary of Greek
μετριοπαγής — μετριοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει παγώσει μετρίως, που δεν έχει παγώσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
φιλόλιθος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν πολύ οι πολύτιμοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λίθος (< λίθος), πρβλ. δροσό λιθος] … Dictionary of Greek